Αρχή δημιουργίας της Ε΄ Δημοτικής Κοινότητας, 5ου Διαμερίσματος αρχικά, υπήρξε ¨ η Συνοικία των Εξοχών¨ ή ¨ η Λεωφόρος των Πύργων¨ (σημερινές λεωφόροι Βασιλίσσης Όλγας και Βασιλέως Γεωργίου).
Περιοχή των «Εξοχών»
Τον 19ο αιώνα, λόγω της αλματώδους ανάπτυξης του εμπορίου στην Ανατολική Μεσόγειο, η Θεσσαλονίκη αναδείχτηκε σε μεγάλο εμπορικό και διαμετακομιστικό κέντρο, αφού συνέδεε τη Μεσόγειο με την ενδοχώρα της Βαλκανικής και της Κεντρικής Ευρώπης. Η οικονομική της ανάπτυξη συνοδεύτηκε και από την αύξηση του πληθυσμού της. Έτσι η πόλη του Κάσσανδρου άρχισε σταδιακά να αποκτά και πάλι τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της.
Στα τέλη του 19ου αιώνα ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης υπερδιπλασιάστηκε με αποτέλεσμα την ανάγκη επέκτασης της πόλης. Αποφασίστηκε, να κατεδαφιστούν τα βυζαντινά τείχη και το 1869 ο Σαμπρή πασάς κατεδάφισε το παραθαλάσσιο τμήμα τους, ενώ λίγο αργότερα, το 1889 ο Μιδάτ πασάς το ανατολικό.
Μετά την κατεδάφιση του ανατολικού τείχους χαράχτηκε ένας νέος δρόμος, που εκτεινόταν περίπου από το κτίριο της Παλιάς Φιλοσοφικής μέχρι το Λευκό Πύργο – σημερινή Εθνικής Αμύνης και ονομάστηκε Λεωφόρος Χαμηδιέ, προς τιμή του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμήτ Β΄.
Η Θεσσαλονίκη άρχισε να επεκτείνεται προς την παραδοσιακά «Καλή Μεριά» της, την περιοχή που ήταν γνωστή ως «Εξοχές», καθώς εκεί υπήρχαν κυρίως καλλιεργήσιμες εκτάσεις, κήποι και ελάχιστα κτίσματα μικρής αξίας, που χρησίμευαν ως χώρος διαμονής των καλλιεργητών. Το 1885 οι «Εξοχές» απαριθμούσαν μόλις 69 σπίτια και άφθονα χωράφια. Με την σταδιακή κατεδάφιση του τείχους οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις άρχισαν να οικοπεδοποιούνται, ιδρύθηκαν σχολεία, εκκλησίες, νοσοκομεία και το 1888 η δημοτική αρχή συνέταξε το σχέδιο της συνοικίας.
Η μεγάλη πυρκαγιά στην αγορά της Θεσσαλονίκης, στις 4 Σεπτεμβρίου 1890, αλλά και η συγκοινωνιακή σύνδεση της περιοχής των Εξοχών με το κέντρο της πόλης μέσω του ιππήλατου τραμ στις 28 Μαΐου 1893, ήταν δύο από τους κυριότερους παράγοντες που οδήγησαν τους κατοίκους του κέντρου να αναζητήσουν νέα στέγη στη Χαμηδιέ, όπως ήταν η επίσημη ονομασία της συνοικίας στα ανατολικά.
Η πόλη άρχισε να επεκτείνεται από τον Λευκό Πύργο ως τη Βίλα Αλλατίνι με γοργό ρυθμό και ο εξοχικός, μέχρι τότε, χαρακτήρας της περιοχής σταδιακά έγινε μόνιμος. Οικογένειες με υψηλό εισόδημα αγόρασαν τα παραλιακά οικόπεδα και έχτισαν επαύλεις με ανέσεις και προδιαγραφές που ακολουθούσαν τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Κρυμμένα μέσα στο πράσινο, πίσω από τις ψηλές καγκελόπορτες, κάποια αρχοντικά εμφάνιζαν πυργοειδή διάταξη. Από τα πυργόσπιτα αυτά η περιοχή ονομάστηκε περιοχή των «Πύργων». Παράλληλα στην ευρύτερη περιοχή χτίστηκαν και μικρότερα κτίρια από λιγότερο εύπορους κατοίκους. Ανάμεσά τους υπήρχαν λαχανόκηποι, καθώς και ταπεινά σπιτάκια.
Κεντρική οδός της συνοικίας, η λεωφόρος των «Πύργων» ή των «Εξοχών» (σημερινή Βασιλίσσης Όλγας). Η λιθόστρωτη και δεντροφυτεμένη λεωφόρος, κατά μήκος της οποίας κυλούσαν οι γραμμές του τραμ, άρχιζε από τον Λευκό Πύργο και κατέληγε στην Αποθήκη των Τροχιοδρόμων, στο λεγόμενο «Ντεπό».
Οι κάτοικοι των «Εξοχών», ιδιαίτερα όσοι εγκαταστάθηκαν κατά μήκος της κεντρικής λεωφόρου, ανήκαν κατά κύριο λόγο σε υψηλά κοινωνικά στρώματα, διέθεταν οικονομική άνεση και κατείχαν σημαντικά αξιώματα. Τούρκοι, Έλληνες, Εβραίοι, Ντονμέδες, Αρμένιοι, Βούλγαροι, αλλά και δυτικοί που τους ένωνε η οικονομική και ταξική τους θέση, έχτισαν τις πολυτελείς κατοικίες τους σε μια περιοχή που ήταν απαλλαγμένη από εθνικούς και θρησκευτικούς διαχωρισμούς, σε αντίθεση με το ιστορικό κέντρο, όπου οι συνοικίες ήταν οριοθετημένες. Ανέθεσαν τα σχέδια των πολυτελών κατοικιών τους σε διάσημους αρχιτέκτονες της εποχής όπως ο Βιταλιάνο Ποζέλι, ο Πιέρο Αριγκόνι, ο Ξενοφών Παιονίδης κ.ά. και δαπάνησαν μεγάλα χρηματικά ποσά για την ανέγερσή τους. Ευφυείς και επιδέξιοι μάστοροι, αλλά και ικανοί τεχνίτες ήρθαν και εργάστηκαν στην πόλη για την κατασκευή αυτών των ποικιλόμορφων κτιρίων, που είναι επηρεασμένα αρχιτεκτονικά από το ρεύμα του εκλεκτικισμού, που κυριαρχούσε στην Ευρώπη στα τέλη του 19ου αιώνα.
Σύμφωνα με την εκλεκτικιστική αντίληψη, διαφορετικά στυλ του παρελθόντος συνυπάρχουν και διαπλέκονται με σκοπό τη δημιουργία ενός ενιαίου αρμονικού συνόλου, που εκφράζει έναν κοσμοπολιτισμό και μία διάθεση εκμοντερνισμού.
Τα νέα αρχοντικά συνδύαζαν αρμονικά ένα μείγμα νεοκλασικισμού και εκλεκτικισμού με έντονα διακοσμητικά στοιχεία οθωμανικού μπαρόκ, αναγέννησης, ροκοκό, art-nouveau, καθώς και ρομαντικά, αραβικά και νεογοτθικά στοιχεία. Τα διαφορετικά χαρακτηριστικά τους, πολλές φορές δήλωναν την εθνική και θρησκευτική ταυτότητα των ιδιοκτητών τους, αλλά και την οικονομική τους θέση. Χτισμένα στη μέση των τεράστιων και φροντισμένων κήπων τους, προσέφεραν ανέσεις που δεν μπορούσαν να προσφέρουν οι παλιές κατοικίες του κέντρου. Κατά μήκος της παραλίας υπήρχαν μικρές ιδιωτικές προβλήτες για τα μπάνια του καλοκαιριού, ενώ πολλοί από τους κατοίκους της περιοχής μετακινούνταν στο κέντρο της Θεσσαλονίκης με τις βάρκες τους. Με μεγάλους δενδροφυτεμένους κοινόχρηστους χώρους αναψυχής, παγκάκια για την ξεκούραση των περιπατητών, καφενεία, χώρους εστίασης δίπλα στη θάλασσα, αλλά και εκπαιδευτήρια για τα παιδιά των πλούσιων οικογενειών, δίκαια η περιοχή θεωρείτο η πιο πλούσια και εξευρωπαϊσμένη γειτονιά της Θεσσαλονίκης, όπου οι μεγαλοαστοί της πόλης απολάμβαναν τα πλεονεκτήματα της τάξης τους.
Το 1912, μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, πολλοί μουσουλμάνοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις επαύλεις τους. Μερικές από αυτές χρησιμοποιήθηκαν σαν σχολεία ή προξενεία, ενώ σε κάποιες άλλες φιλοξενήθηκαν μέλη της βασιλικής οικογένειας και άλλοι αξιωματούχοι.
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918) τα κτίρια επιτάχθηκαν και στέγασαν στρατιωτικές υπηρεσίες.
Μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917 που κατέστρεψε ολόκληρο το ιστορικό κέντρο της πόλης, οι εύποροι κυρίως πολίτες – Εβραίοι, Έλληνες και Αρμένιοι- αναζήτησαν μόνιμες κατοικίες στην συνοικία Χαμηδιέ, με αποτέλεσμα να οικοπεδοποιηθούν πολλοί αγροί και να χτιστούν πολλά διώροφα ή τριώροφα νέα σπίτια με μικρούς κήπους.
Το 1922, με την ανταλλαγή πληθυσμών, σε κάποιες από τις επαύλεις αυτές εγκαταστάθηκαν προσφυγικές οικογένειες, ενώ κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Εβραίοι εκδιώχθηκαν από τους Ναζί και εγκατέλειψαν τα σπίτια τους, πολλά από τα οποία επιτάχτηκαν.
Από την εποχή του Μεσοπολέμου, η περιοχή των Εξοχών σταδιακά άρχισε να χάνει την λάμψη της. Τα περισσότερα αρχοντικά κατεδαφίστηκαν και στη θέση τους κτίστηκαν πολυκατοικίες, ενώ η νέα παραλιακή μεταμόρφωσε την περιοχή (1959).
Τα περισσότερα κτίρια που διατηρούνται μέχρι σήμερα περιήλθαν στο Δημόσιο μετά την ανταλλαγή πληθυσμών, ενώ ελάχιστα ιδιωτικά σώθηκαν χάρη στην ευαισθησία των ιδιοκτητών τους. Σήμερα σώζονται λίγα στην οδό Βασιλίσσης Όλγας και αρκετά στις κάθετες οδούς άλλα αναστηλωμένα και άλλα με εμφανή τα σημάδια του χρόνου πάνω τους. Όλα όμως παραμένουν μάρτυρες αυτής της κοσμοπολίτικης εποχής και της ιστορίας της πόλης μας.