«Η απόφαση ακύρωσης της 85ης ΔΕΘ με τιμώμενη χώρα τη Γερμανία συνιστά αναμφίβολα ένα πλήγμα για την πόλη της Θεσσαλονίκης και την ευρύτερη περιοχή. Όταν, όμως, οι λόγοι που οδηγούν στη λήψη μιας τόσο βαριάς απόφασης έχουν να κάνουν με την προάσπιση της δημόσιας υγείας, οφείλουμε όλοι να σταθούμε με υπευθυνότητα.
Οι ειδικοί επιστήμονες μίλησαν, η κυβέρνηση καθόρισε τα μέτρα και στο πλαίσιο αυτό η απόφαση ακύρωσης της φετινής διοργάνωσης και κατανοητή είναι και απολύτως σεβαστή.
Ταυτόχρονα, όμως, με θλίβει βαθιά και με ανησυχεί ως προς τις επιπτώσεις της στην οικονομία της πόλης. Είναι ανάγκη εδώ και τώρα να σχεδιαστούν κεντρικά από την κυβέρνηση ενεργές πολιτικές στήριξης του επιχειρείν αλλά και αντισταθμιστικές πολιτικές ειδικά για τη Θεσσαλονίκη και την Κεντρική Μακεδονία.
Ακριβώς αυτή είναι η προσδοκία μας από τον Πρωθυπουργό εν όψει της έλευσής του στη Θεσσαλονίκη τον ερχόμενο Σεπτέμβριο: ένα στρατηγικό σχέδιο που θα επουλώνει τις οικονομικές πληγές και ταυτόχρονα ένα πακέτο λύσεων για το πρόβλημα των αστικών συγκοινωνιών, που τείνει να εξελιχθεί σε υγειονομική βόμβα.
Εμείς ως Δήμος Θεσσαλονίκης ενεργήσαμε και αναλάβαμε σχετικές πρωτοβουλίες ακόμη και πέραν των αρμοδιοτήτων μας. Ενδεικτικά μόνο να αναφέρω ότι φέρνουμε στην πόλη 50 λεωφορεία από τη Λειψία και δημιουργούμε ένα εκτεταμένο δίκτυο ποδηλατοδρόμων, για να προσφέρουμε ανάσα στο επιβατικό κοινό και εναλλακτικούς τρόπους μετακινήσεων εν τω μέσω της υγειονομικής κρίσης.
Μέσα στο διάστημα των λίγων ωρών που έγινε γνωστή η απόφαση για την ακύρωση της 85ης ΔΕΘ, ως Δήμαρχος Θεσσαλονίκης προχώρησα σε σειρά επαφών με αξιωματούχους της κυβέρνησης, με τη διοίκηση της ΔΕΘ-Helexpo και με παραγωγικούς φορείς της πόλης, καλώντας τους να σχεδιάσουμε την επόμενη μέρα για τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης μέσα στο δύσκολο τοπίο που έχει διαμορφωθεί. Το στοίχημα είναι μεγάλο. Είμαι αισιόδοξος ότι μπορούμε να το κερδίσουμε».