Συνθέτης, στιχουργός, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και τραγουδιστής. O Βασίλης Τσιτσάνης είναι μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου τραγουδιού και της ελληνικής λαϊκής μουσικής του 20ου αιώνα.
Γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 1915 στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας από γονείς Ηπειρώτες κι είχε άλλα τέσσερα αδέρφια, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι. Τελείωσε το Γυμνάσιο στην γενέτειρά του.
Πρωτόπιασε όργανο στα χέρια του μετά το θάνατο του πατέρα του το 1926. Ο πατέρας του κατάγονταν απ’ τα Γιάννενα και ήταν στο επάγγελμα τσαρουχάς. Ξεκίνησε να μαθαίνει βιολί και κατόπιν μπουζούκι με μια μαντόλα του πατέρα του. Ήταν ένα μαντολίνο, που κάποιος ντόπιος οργανοποιός είχε μετατρέψει σε μπουζούκι. Έγραψε τα πρώτα του τραγούδια πάνω σ’ αυτό, σε ηλικία μόλις 15 ετών.
Το φθινόπωρο του 1936 πήγε στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομική και για να συμπληρώσει το εισόδημά του δούλευε σε νυχτερινό κέντρο. Τον επόμενο χρόνο γνώρισε τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον πήγε στη δισκογραφική εταιρεία «Οντεόν», όπου ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε» (1937). Η «Αρχόντισσα», από τα σπουδαιότερα τραγούδια στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, ήταν ένα από τα δεκάδες που ακολούθησαν. Την ίδια περίοδο, τραγούδια του, όπως «Να γιατί γυρνώ», «Παλάτια Χρυσοστόλιστα», «Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ» και «Γι’ αυτά τα μαύρα μάτια σου», ερμήνευσαν οι Στ. Περπινιάδης, Μ. Βαμβακάρης και άλλοι. Τον Μάρτιο του 1938 υπηρετεί τη στρατιωτική θητεία του στο Τάγμα Τηλεγραφητών, στη Θεσσαλονίκη όπου θα γνωρίσει και τη μελλοντική σύζυγό του, τη Ζωή Σαμαρά.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ο Τσιτσάνης έμεινε στη Θεσσαλονίκη από το 1942 έως το 1946, όπου ανοίγει ένα δικό του κουτούκι, το «Ουζερί Τσιτσάνη», στην οδό Παύλου Μελά 22. Εκεί γράφει ορισμένες από τις μεγάλες επιτυχίες του («Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Νύχτες μαγικές», «Ντερμπεντέρισσα», «Συννεφιασμένη Κυριακή»), τα οποία ηχογραφήθηκαν μετά τη λήξη του πολέμου.
Τον Ιούλιο του 1942 παντρεύτηκε τη Ζωή Σαμαρά με την οποία θα αποκτήσει δύο παιδιά, τη Βικτωρία και τον Κώστα.
Το 1946 επέστρεψε στην Αθήνα και άρχισε να ηχογραφεί ξανά. Δίπλα του έγιναν ευρέως γνωστές, τραγουδίστριες όπως η Σωτηρία Μπέλου, η Μαρίκα Νίνου αλλά και ο τραγουδιστής Πρόδρομος Τσαουσάκης
Τα χρόνια που ακολούθησαν ο Τσιτσάνης γνώρισε ευρύτατη αποδοχή. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘50 μεσουρανεί στο μουσικό στερέωμα. Μερικά από τα τραγούδια αυτής της περιόδου είναι τα: «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Καβουράκια», «Ξημερώνει και βραδιάζει».
Μετά την πτώση της δικτατορίας, είχε ξεκινήσει συναυλίες σε στάδια και ανοιχτούς χώρους, κάτι που συνέβαινε πρώτη φορά για λαϊκά τραγούδια.
Η τελευταία του δημόσια εμφάνιση σε ανοιχτό χώρο, ήταν με τον Μίκη Θεοδωράκη στο Δήμο Νίκαιας, στην α διοργάνωση του πρώτου πολιτιστικού καλοκαιριού στην Ελλάδα.
Πέθανε στις 18 Ιανουαρίου του 1984 (ημέρα των γενεθλίων του) στο Λονδίνο από την επάρατη νόσο, και κηδεύτηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Μέχρι και λίγες ημέρες πριν από το θάνατό του εμφανιζόταν κανονικά στο «Χάραμα» και δούλευε καινούργια τραγούδια.
Το 1980, με πρωτοβουλία της ΟΥΝΕΣΚΟ, ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο «Χάραμα», όπως λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας και της ζωής του. Σ’ αυτό το δίσκο παίζει μία σειρά από κλασικά του τραγούδια, αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι.
Ένα χρόνο μετά το θάνατό του, με την έκδοσή του δίσκου αυτού στη Γαλλία, το 1985, παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας «Σαρλ Γκρο».
Ο Τσιτσάνης στη Θεσσαλονίκη
Ο Τσιτσάνης ήρθε στην Θεσσαλονίκη το 1937 για να υπηρετήσει στην θητεία του στο Τάγμα Τηλεγραφητών, ή αλλιώς στο στρατόπεδο Φαρμάκη, ακριβώς πίσω από την σημερινή νομαρχία. Στο Τάγμα έγραψε αρκετά γνωστά του τραγούδια τα οποία κατέβαινε με άδειες και τα φωνογραφούσε στην Αθήνα – όπως το ομώνυμο «Τάγμα Τηλεγραφητών».
Με το ξέσπασμα του πολέμου το 1940-41 βρέθηκε στο μέτωπο, γύρισε, αρραβωνιάστηκε την μετέπειτα γυναίκα του Θεσσαλονικιά Ζωή Σαμαρά, και έζησε την αγωνία και τα βάσανα της γερμανικής κατοχής, παίζοντας και τραγουδώντας σε διάφορα μαγαζιά της πόλης.
Τέλη του 1942, για να μπορέσει να επιβιώσει, άνοιξε το Ουζερί Τσιτσάνης στην Παύλου Μελά 22 και νοίκιασε το απέναντι ημιυπόγειο, εδώ στην Παύλου Μελά 21. Το έκανε αυτό για να είναι σπίτι και χώρος δουλειάς πολύ κοντά, ώστε να αποφεύγει τα νυχτερινά γερμανικά μπλόκα εφόσον η κυκλοφορία επιτρέπονταν ως τις έντεκα την νύχτα.
Σε εκείνο το ημιυπόγειο, σε εκείνο το σπίτι και απέναντι στο μαγαζάκι τού Ουζερί ο Τσιτσάνης έγραψε εκείνη την δύσκολη περίοδο τα ωραιότερα και πιο διάσημα τραγούδια του. Κατά δήλωση του ίδιου, τότε, εκείνα τα ζοφερά χρόνια στην Θεσσαλονίκη, έβγαλε τον καλύτερο μουσικό του κόσμο. Εδώ έγραψε την Συννεφιασμένη Κυριακή, την Αχάριστη, το Μπαχτσέ Τσιφλίκι, την Αρχόντισσα, τα Πέριξ, το Τρέξε μάγκα να ρωτήσεις, την Αθηναίισσα, το Τι σε μέλλει εσένα κι αν γυρνώ, τον Μπλόκο και πολλά άλλα.
Μετά το 1946 κατέβηκε οριστικά στην Αθήνα όπου συνέχισε την δημιουργική πορεία του, συνεργάστηκε με μεγάλους ερμηνευτές και έγραψε πολλά και διάσημα τραγούδια που σφράγισαν την νεοελληνική μουσική, τον τρόπο διασκέδασης και ευρύτερα τον νεοελληνικό πολιτισμό.
Για την σχέση του Τσιτσάνη με την Θεσσαλονίκη και τα τραγούδια που εμπνεύστηκε εκείνη την περίοδο δείτε στο YouTube το ωριαίο ντοκιμαντέρ «Ο Τσιτσάνης της Θεσσαλονίκης»